ὑπέξοδος

ὑπέξοδος
ὑπ-έξ-οδος, , das Ausgehen od. Abführen von unten, bes. durch den Stuhlgang

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέξοδος — ἡ, Α [ἔξοδος] ακούσια κένωση τής κοιλιάς …   Dictionary of Greek

  • ὑπέξοδον — ὑπέξοδος diarrhoea fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”